- τριτῳδέομαι
- τρῐτῳδέομαι,A to be tertiary (cf. δευτερῳδέομαι), Simp.in Ph.499.35.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τριτῳδουμένας — τριτῳδουμένᾱς , τριτῳδέομαι to be tertiary pres part mp fem acc pl (attic epic doric) τριτῳδουμένᾱς , τριτῳδέομαι to be tertiary pres part mp fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)